- τηλέφαντος
- και τηλέφατος και τηλεσίφαντος, -ον, Αο τηλεφανής*, αυτός που φαίνεται από μακριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + -φαντος / -φατος (< φαίνω), πρβλ. νυκτί-φαντος, ὑπέρ-φατος. Ο τ. τηλεσί-φαντος αναλογικά προς τα σύνθ. με α΄ συνθετικό σε -σι- (πρβλ. τανυσί-πτερος)].
Dictionary of Greek. 2013.